Κυαξάρῃ

Κυαξάρῃ
Κυαξάρης
masc dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κυαξάρη — Κυαξάρης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Κυαξάρης masc acc sg (attic epic doric) Κυαξάρης masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Σαρδανάπαλος — Ασσύριος βασιλιάς τον οποίο αναφέρουν πολλοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και ο οποίος ταυτίζεται με το βασιλιά Ασουρμπανιπάλ (668 626 π.Χ.), γιο του Εσαρχαδών. Ο Ασουρμπανιπάλ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Ασσύριους ηγεμόνες: μετά τη νίκη του… …   Dictionary of Greek

  • μηδιά — Αρχαία χώρα της νοτιοδυτικής Ασίας και πιο συγκεκριμένα του βορειοδυτικού Ιράκ. Η Μ. συνόρευε στα Β με την Κασπία θάλασσα και την Αρμενία, στα Δ με τη Μεσοποταμία, στα Ν. με τα Σούσα και στα Α με την Περσία και τη χώρα των Πάρθων. Ήδη από τον 9o… …   Dictionary of Greek

  • Αστυάγης — (584 550 π.Χ.). Βασιλιάς των Μήδων, γιος του Κυαξάρη, πατέρας της Μανδάνης, που την πάντρεψε με τον Πέρση Καμβύση. Επειδή πήρε χρησμό πως το παιδί της κόρης του θα τον σκότωνε, είπε στον φίλο του Άρπαγο να το σκοτώσει μόλις θα γεννιόταν. Το παιδί …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Κροίσος — (6ος αι. π.Χ.). Ο τελευταίος βασιλιάς της Λυδίας (560 546 π.Χ.). Μετά την ενίσχυση της περσικής δύναμης, που υπήρξε έργο του Κύρου, διαισθάνθηκε την απειλή η οποία δημιουργήθηκε στα παλαιά σύνορα Λυδίας Περσίας στον ποταμό Άλυ (τα οποία είχαν… …   Dictionary of Greek

  • Ναβοπολασάρ — (; – 605 π.Χ.). Βασιλιάς των Βαβυλωνίων, πατέρας του Ναβουχοδονόσορα B’, για τον οποίο δεν έχουμε σαφείς ιστορικές πληροφορίες. Σύμφωνα με μια άποψη ήταν διάδοχος του Χινιλαντάν, ενώ σύμφωνα με άλλη, του αδελφού του Σαμούγη. Στα χρόνια της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”